θηριόμορφα

θηριόμορφα
θηριόμορφος
in the form of a beast
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θηριόμορφα ή θηρόμορφα — (theromorpha). Τάξη ερπετών στην παλαιοζωολογία, που διακρίνεται σε τρεις υποτάξεις: τα οφιακοδόντια, τα σφηνακοδόντια και τα εδαφοσαύρια. Είναι γνωστά και ως πελυκοσαύρια. Είχαν πέντε δάχτυλα στα άκρα ή έφεραν νύχια. Απολιθωμένα λείψανα βρέθηκαν …   Dictionary of Greek

  • θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”